καθαρτής

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαρτής Medium diacritics: καθαρτής Low diacritics: καθαρτής Capitals: ΚΑΘΑΡΤΗΣ
Transliteration A: kathartḗs Transliteration B: kathartēs Transliteration C: kathartis Beta Code: kaqarth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A cleanser, purifier, μάγοι καὶ κ. Hp.Morb. Sacr.1, cf. D.Chr.4.89(pl.); σοῦ γὰρ ἔρχομαι . . κ. S.El.70; στρατοῦ κ. Id.Fr.34; τῆς χώρας Ar.V.1043; ποταμῶν Plu.Luc.26; θηρίων, of Heracles, Max.Tyr.21.6: metaph., δοξῶν . . . περὶ ψυχὴν κ. εἶναι Pl.Sph. 231e; as occupational name, IG5(1).209.25 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1282] ὁ, der Reiniger, der durch Reinigungsopfer entsühnt; τῆς χώρας Ar. Vesp. 1043; Orest, der den Vater rächen will, sagt σοῦ γὰρ ἔρχομαι δίκῃ καθ. Soph. El. 70; übertr., δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι περὶ ψυχὴν καθαρτὴν εἶναι Plat. Soph. 231 e; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθαρτής: -οῦ, ὁ, (καθαίρω) ὁ καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ὁ ἐξαγνίζων, Ἱππ. 301. 38· σοῦ γὰρ ἔρχομαι…. καθαρτὴς Σοφ. Ἠλ. 70· στρατοῦ καθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32· τῆς χώρας Ἀριστοφ. Σφ. 1043· δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθ. εἶναι Πλάτ. Σοφιστ. 231Ε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. καθαρτήρ.

Greek Monolingual

ο (Α καθαρτής, θηλ. καθάρτρια) καθαίρω
αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από ενοχή ή από μίασμα («σοῡ γὰρ ἔρχομαι δίκη καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», Σοφ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας Cathartidae.