ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: κακᾱγόρος | Medium diacritics: κακαγόρος | Low diacritics: κακαγόρος | Capitals: ΚΑΚΑΓΟΡΟΣ |
Transliteration A: kakagóros | Transliteration B: kakagoros | Transliteration C: kakagoros | Beta Code: kakago/ros |
κακᾱγορία, Dor. for κακηγ-, Pi.O.1.53, P.2.53.
κακαγόρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κακηγόρος.