κεράστης

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεράστης Medium diacritics: κεράστης Low diacritics: κεράστης Capitals: ΚΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kerástēs Transliteration B: kerastēs Transliteration C: kerastis Beta Code: kera/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A horned, ἔλαφος S.El.568; κάνθαρος Id.Ichn.300; of a ram, ὦ κεράστα E.Cyc.52 (lyr.); Πάν Antip.Oxy.662.49, Corn. ND27; Σάτυροι Luc.Bacch.1:—fem. κεραστίς, ίδος, of Io, A.Pr. 674.    II as Subst., horned serpent or asp, Cerastes cornutus, Nic. Th.258, LXX Pr.23.32, D.S.3.50, Ael.NA1.57; οἱ κ. ὄφεις Call.Hist. 3.    2 pest which destroys fig-trees, Thphr.HP4.14.5, 5.4.5.

German (Pape)

[Seite 1422] gehörnt; ἔλαφος Soph. El. 558; vom Widder, Eur. Cycl. 52 u. Sp.; – als subst., ὁ, die Hornschlange, Nic. Th. 260 D. Sic. 3, 508. Emp. adv. log. 1, 252; – auch ein der Feige schädlicher Käfer, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κεράστης: -ου, ἡ, ἔχων κέρατα, ἔλαφος Σοφ. Ἠλ. 568· ἐπὶ κριοῦ, ὦ κεράστα Εὐρ. Κύκλ. 52· Σάτυροι Λουκ. Διόνυσ. 1· ― θηλ. κεραστίς, -ίδος, (οὐχὶ κέραστις, Ἀρκάδ. 35), ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ Προμ. 674. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄφις τις κερασφόρος, Λατ. cerastes, Διόδ. 3. 50, Νικ. Θηρ. 258. 2) ἔντομόν τι καταστρέφον τὰ σῦκα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4. 5.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui a des cornes, cornu.
Étymologie: κέρας.

Greek Monolingual

ο (Α κεράστης, θηλ. κεραστίς, -ίδος)
1. αυτός που έχει κέρατα («κεράστην ἔλαφον», Σοφ.)
2. κατασκευασμένος από κέρατοκεράστης αὐλός»)
3. γένος φιδιών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια viperidae
αρχ.
ονομασία εντόμου που καταστρέφει τα σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + κατάλ. -της που συν. εμφανίζεται σε μεταρρηματικά παρ.].