μελίθρεπτος

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐθρεπτος Medium diacritics: μελίθρεπτος Low diacritics: μελίθρεπτος Capitals: ΜΕΛΙΘΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: melíthreptos Transliteration B: melithreptos Transliteration C: melithreptos Beta Code: meli/qreptos

English (LSJ)

ον,

   A honey-fed, AP9.122 (Evenus?).

German (Pape)

[Seite 123] mit Honig genährt, χελιδών, Even. 13 (IX, 122).

Greek (Liddell-Scott)

μελίθρεπτος: -ον, ὁ διὰ μέλιτος τρεφόμενος Ἀνθ. Π. 9. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nourri de miel.
Étymologie: μέλι, τρέφω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίθρεπτος, -ον)
αυτός που τρέφεται με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρεπτός (< θρέφω), πρβλ. μαμμό-θρεπτος].