μετοικιστής
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A emigrant, Id.Comp.Thes.Rom.4.
German (Pape)
[Seite 161] ὁ, der in andere Wohnsitze Führende, Uebersiedelnde, eine Stadt durch Ansiedler Bevölkernde, Plut. Compar. Thes. 5.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικιστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετοικιζόμενος, μετανάστης, Πλουτ. Θησ. καὶ Ρωμ. Σύγκ. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui peuple une cité d’étrangers.
Étymologie: μετοικίζω.
Greek Monolingual
μετοικιστής, ὁ (Α) μετοικίζω
αυτός που οδηγεί κατοίκους σε έναν τόπο με σκοπό να ιδρύσουν πόλη.