ὀλιγοδρανία
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
ἡ,
A weakness, feebleness, A.Pr.548 (anap.).
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, Unvermögen, Ohnmacht, ἄκικυς, Aesch. Pers. 547.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοδρᾰνία: ἡ, ἀσθένεια, ἀδυναμία, Αἰσχύλ. Πρ. 548.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
faiblesse, épuisement.
Étymologie: ὀλίγος, δράω.
Greek Monolingual
ὀλιγοδρανία, ἡ (Α) ολιγοδρανής
η ιδιότητα του ολιγοδρανούς, αδυναμία, ασθενικότητα.