παμβασιλεύς

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμβᾰσῐλεύς Medium diacritics: παμβασιλεύς Low diacritics: παμβασιλεύς Capitals: ΠΑΜΒΑΣΙΛΕΥΣ
Transliteration A: pambasileús Transliteration B: pambasileus Transliteration C: pamvasileys Beta Code: pambasileu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A absolute monarch, Alc.5, LXXSi.50.15 (17); of Hadrian, Epigr.Gr. 990.3 (Balbilla).

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Allherrscher, König Aller, Oberkönig; Arist. pol. 1, 3; Orph. H. 72, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παμβᾰσιλεύς: -έως, ὁ, ἀπόλυτος μονάρχης, παμβασιλῆϊ (Κρονίδῃ) Ἀλκαίου Ἀποσπ. 5, 4, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16, 2, Ἑβδ. (Σειρὰχ Ν΄, 18)· Αἰολ. αἰτ. -βασιλῆα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4724. 6.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
roi du monde entier, roi absolu.
Étymologie: πᾶν, βασιλεύς.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ παμβασιλεύς, -έως)
προσωνυμία του Θεού και του Ιησού Χριστού ως βασιλέων του σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ παμβασιλεῑ», ΠΔ.)
(μνσ.-αρχ.) ο απόλυτος μονάρχης, ο βασιλεύς όλων («Ἁδριανὸν παμβασιλέα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + βασιλεύς.