πανταχῇ

From LSJ
Revision as of 18:10, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79

Greek (Liddell-Scott)

παντᾰχῇ: ἢ -χῆ, Ἐπίρρ., τόπου, ἐν παντὶ τόπῳ, Λατ. ubique, ubivis, σχεδὸν ὡς τὸ πανταχοῦ, Θουκ., Πλάτ., κτλ˙ π. πάντων ἴσον κρατεῖν Ξενοφ. Ἀν. 2. 5, 7˙ π. κύκλῳ Θουκ. 3. 68, πρβλ. 7. 79˙ - μετὰ γεν. τόπου, εἰς πᾶν μέρος τοῦ.., τοῦ Ἑλλησπόντου Ἡρόδ. 7. 106· π. ... ἄστεως ζητῶν νιν Εὐρ. Ἴων 1107. 2) ἐν πάσαις ταῖς πλευραῖς, ἐπὶ πυραμίδος, τῆς ἐστι πανταχῆ (διάφ. γραφ. παντακῆ) μέτωπον ἕκαστον ὀκτὼ πλέθρα ἐούσης τετραγώνου, καὶ ὕψος ἴσον Ἡρόδ. 2. 124: κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, πανταχοῦ, προσδέρκου π. Σοφ. Ο. Κ. 122· π. διασκοπεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 660· μὴ περιπέτεσθε π. κεχηνότες ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 165, κτλ.· ἐπὶ ἐνεργείας, κακῶς πέπρακται π. Εὐρ. Μήδ. 364. ΙΙ. κατὰ πάντα τρόπον, ἀπολύτως, π. ὧν μὴ δῆλόν ἐστι Ἡρόδ. 3. 38· οὐ κατ’ ἓν μόνον, ἀλλὰ π., ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν, ὁ αὐτ. 5. 78, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 198, κτλ.· π. δρῶντες, κατὰ πάντα τρόπον ἐνεργοῦντες .., δηλ. ὅ,τιδήποτε καὶ ἂν πράξωμεν, Σοφ. Ἀντ. 634· οἱ π. ἄριστοι ἄνδρες Πλάτ. Νόμ. 918Ε, (περὶ τῆς ὀρθῆς γραφῆς τῆς λέξεως ἴδε Meisterh2 114).

French (Bailly abrégé)

adv.
1 partout, de tous côtés avec ou sans mouv. ; avec un gén. sur tous les points de;
2 de toute manière.
Étymologie: πᾶς, -αχη.

English (Thayer)

(πανταχοῦ) adverb, everywhere: T WH Tr brackets; Sophocles, Thucydides, Plato, others.)