παιδαγωγέω
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
pf.
A πεπαιδαγώγηκα Luc.Tim.13:—Pass., fut. παιδαγωγήσομαι in pass. sense, Pl. Alc.1.135d: aor. ἐπαιδαγωγήθην Hp.Art.52, Pl.Lg.641b: pf. πεπαιδαγώγημαι Plu.Ant.10:—attend as a παιδαγωγός, lead or manage like a child, γέρων γέροντα παιδαγωγήσω σ' ἐγώ S.Fr.695 (= E.Ba. 193); ἦ παιδαγωγεῖν γὰρ τὸν ὁπλίτην χρεών ; Id.Heracl.729:—Pass., of a child, Hp. l.c. 2 generally, train, guide, educate, moderate, τινα Pl. Tht.167c; τὰς ἐπιθυμίας Muson.Fr.7p.29H.; τὸ θέατρον . . π. τὰ ἤθη τῶν ὁρώντων Luc.Salt.72, cf. Tim.13; guide an elephant's trunk, Ael.NA2.11:—Pass., συμποσίου ὀρθῶς παιδαγωγηθέντος well led, managed, Pl.Lg.641b; τὴν παιδαγωγηθεῖσαν οὕτω πόλιν ib.752c; ἂν ὑπὸ τοῦ λόγου παιδαγωγηθῇ τὸ πάθος Plu.2.443d. 3 attend like a παιδαγωγός, wait upon, follow, Pl.R.600e, Alc.1.135d. 4 'lead by the nose', cajole, in Pass., ὑπό τινος Hyp.Ath.3.
German (Pape)
[Seite 438] ein παιδαγωγός sein, Knaben leiten, erziehen u. übh. unterrichten, unterweisen; γέρων γέροντα παιδαγωγήσω σ' ἐγώ, Eur. Bacch. 193; Heracl. 729; Plat. Theaet. 167 c; παιδὸς ἑνὸς ἢ καὶ χοροῦ παιδαγωγηθέντος, Legg. I, 641 b; leiten, συμποσίου ὀρθῶς παιδαγωγηθέντος, ibd.; vgl. Plut. Cleomen. 14, der es, wie Luc., oft übtr. braucht, πεπαιδαγωγημένος ἀκροᾶσθαι γυναικῶν, Anton. 10; kom. αὐτὸν ἡ δίκελλα πεπαιδαγώγηκεν, Luc. Tim. 13; – geleiten, auf dem Fuße folgen, ἐπαιδαγώγουν ὅπῃ ᾔεσαν, Plat. Rep. X, 600 e, vgl. Alc. I, 135 d, wo auch παιδαγωγήσομαι für fut. pass. steht.
Greek (Liddell-Scott)
παιδᾰγωγέω: πρκμ. πεπαιδαγώγηκα, Λουκιαν. Τίμ. 13. ― Παθ., μέλλ. παιδαγωγήσομαι ἐπὶ παθ. σημασ., Πλάτ. Ἄλκ. 1. 135D: ἀόρ. ἐπαιδαγωγήθην Πλάτ.: πρκμ. πεπαιδαγώγημαι Πλούτ. Συνοδεύω ὡς παιδαγωγός, ἀνατρέφω καὶ διδάσκω, ἐκπαιδεύω, τινα Πλάτ. Θεαίτ. 167C, κκλ.· ὁδηγῶ ἢ περιποιοῦμαί τινα ὡς παιδίον, γέρων γέροντα παιδαγωγήσω σ’ ἐγὼ Σοφ. Ἀπόσπ. 623, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 193· ἦ παιδαγωγεῖν γὰρ τὸν ὁπλίτην χρεών; ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 729. ― Παθ., ἐπὶ παιδίου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820. 2) καθόλου, παιδεύω, μετριάζω, τὰς ἐπιθυμίας Μουσών. παρὰ Στοβ. 202. 29, πρβλ. Πλούτ. 2. 443D, οὕτω, τὸ θέατρον .. π. τὰ ἤθη τῶν ὁρώντων Λουκ. π. Ὀρχ. 72, πρβλ. Τίμ. 13. ― Παθ., συμποσίου ὀρθῶς παιδαγωγηθέντος Πλάτ. Νόμ. 641Β· τὴν παιδαγωγηθεῖσαν οὕτω πόλιν αὐτόθι 752C. 3) συνοδεύω καὶ περιποιοῦμαι ὡς παιδαγωγός, ἀκολουθῶ συνεχῶς, αὐτόθι 600Ε, Ἀλκ. 1. 135D. 4) = φενακίζω, ὑπὸ Ἀντιγόνας τὸν τρόπον τοῦτον παιδαγωγηθῆναι Ὑπερείδ. κατὰ Ἀθηνογένους 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. παιδαγωγήσω, ao. inus., pf. πεπαιδαγώγηκα;
1 diriger ou instruire des enfants;
2 diriger, gouverner (les désirs, les passions, etc.).
Étymologie: παιδαγωγός.