παυρίδιος

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυρίδιος Medium diacritics: παυρίδιος Low diacritics: παυρίδιος Capitals: ΠΑΥΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: paurídios Transliteration B: pauridios Transliteration C: pavridios Beta Code: pauri/dios

English (LSJ)

[ῐδ], η, ον,

   A = παῦρος, π. ἐπὶ χρόνον Hes. Op. 133.

German (Pape)

[Seite 537] poet. statt παῦρος, wenig, von der Zeit, Hes. O. 135, im neutr. παυρίδιον als adv., ein klein wenig.

Greek (Liddell-Scott)

παυρίδιος: -α, -ον, = παῦρος, π. ἐπὶ χρόνον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 132.

Greek Monolingual

-ίη, -ον, Α
υποκορ. μικρός, λίγος, βραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος + επίθημα -ίδιος. Το επίθ. έχει χρονική σημ. και έχει σχηματιστεί κατά τα επίσης χρονικά ἀΐδιος, αἰφνίδιος.