περικείρω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικείρω Medium diacritics: περικείρω Low diacritics: περικείρω Capitals: ΠΕΡΙΚΕΙΡΩ
Transliteration A: perikeírō Transliteration B: perikeirō Transliteration C: perikeiro Beta Code: perikei/rw

English (LSJ)

aor. inf. -

   A κεῖραι Philostr.Ep.61 : pf. -κέκαρκα Luc.Symp. 32:—shear or clip all round τὴν κόμην κακῶς π. Hdt.3.154 ; π. τινά clip him close, Philostr. l. c. :—Med., τρίχας περικείρεσθαι clip one's hair, Hdt.4.71 :—Pass., π. κατὰ πρόσωπον LXX Je.32.9 (25.23); τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Luc. Tim.4 ; Περικειρομένη, title of play by Menander.    II metaph., shear of its walls, τὴν ἀκρόπολιν Ael.VH 7.8.

German (Pape)

[Seite 579] rings herum scheeren; τὴν κόμην, Her. 3, 154; τὴν κεφαλὴν ἐν χρῷ, Plut. Lyc. 15; Luc. D. Mer. 8; u. med., τρίχας, Her. 4, 71; τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος, Luc. Tim. 1.

Greek (Liddell-Scott)

περικείρω: κείρω, κουρεύω ὁλόγυρα, κακῶς π. τὴν κόμην Ἡρόδ. 3. 154· - Μέσ., περικείρεσθαι τρίχας ὁ αὐτ. 4. 71· - ὡσαύτως, περικείρειν τινὰ Φιλοστρ. Ἐπιστ. 61 (64). - Παθητ., τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Λουκ. Τίμ. 4· Περικειρομένη, ἐπιγραφὴ κωμῳδίας τοῦ Μενάνδρου. ΙΙ. κατασκάπτω μέχρις ἐδάφους, τὴν ἀκρόπολιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 8· ἐντελῶς καταστρέφω, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

tondre tout autour, raser, acc. ; Pass. avoir les cheveux coupés tout autour ; fig. περικείρειν ἀκρόπολιν ÉL raser une citadelle;
Moy. περικείρομαι tondre sur soi, raser sur soi, acc..
Étymologie: περί, κείρω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
κουρεύω ολόγυρα
μσν.
1. φονεύω, αποδεκατίζω («τὰ νῶτα τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως περικείροντος», Θεοφύλ. Σιμ.)
2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («περικείρει τὸ εἰωθός», Μητρόφ.)
αρχ.
1. μτφ. κατασκάβω, κατακρημνίζω («τῶν Ἐκβατάνων ἀκρόπολιν περικείρας», Αιλ.)
2. (η μτχ. θηλ. ως κύριο όν.) Περικειρομένη
τίτλος κωμωδίας του Μενάνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κείρω «κουρεύω»].