προκαταπλέω
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
A sail down before, Plb.1.21.4.
German (Pape)
[Seite 728] (s. πλέω), vorher hinabschiffen, Pol. 1, 21, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταπλέω: καταπλέω πρότερον, Πολύβ. 1. 21, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
s’embarquer ou faire une traversée auparavant.
Étymologie: πρό, καταπλέω.
Greek Monolingual
Α
καταπλέω σε λιμάνι εκ τών προτέρων («μετὰ νεῶν ἐπτακαίδεκα προκατέπλευσεν εἰς τὴν Μεσσήνην», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταπλέω «ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι»].