ῥῄτερος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
Ion. for ῥηΐτερος,
A v. ῥᾴδιος. ϝρητεύω, v. ἀρητεύω.
German (Pape)
[Seite 841] ion. zsgzgn statt ῥηΐτερος, Lob. Phryn. p. 402.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῄτερος: Ἰων. ἀντὶ ῥηίτερος, Θέογν. 1370· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 402.
Greek Monolingual
και ῥηΐτερος, -έρα, -ον, Α
(συγκρ. τ. του ῥᾷδιος)
βλ. ῥᾴτερος.