σημήϊον
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
τό, Ion. for σημεῖον. σημιαφόρος,
A v. σημειοφόρος.
German (Pape)
[Seite 875] τό, ion. statt σημεῖον, oft bei Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. σημεῖον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. σημείο.