σπάρτη

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάρτη Medium diacritics: σπάρτη Low diacritics: σπάρτη Capitals: ΣΠΑΡΤΗ
Transliteration A: spártē Transliteration B: spartē Transliteration C: sparti Beta Code: spa/rth

English (LSJ)

ἡ,= σπάρτον,

   A rope or cord (v. σπάρτος, ὁ), Ar.Av.815 (with a play upon Sparta), cf. Cratin.110; μαντεύεσθαι . . τῇ τῶν σπαρτῶν διατάσει dub. l. in Alciphr.2.4.15.    2 = σπαρτίον 111, Gal.12.129.    II = στάθμη, plumbline, Hsch.: cf. σπάρτος 11.2.

German (Pape)

[Seite 917] ἡ, 1) ein (bes. ein von σπάρτος gedrehter) Strick, Alciphr. 2, 4 u. a. Sp. – 2) wie στάθμη, die Richtschnur oder Schmitze der Zimmerleute und Maurer; Cratin. bei Poll. 10, 186; Hesych. – Vgl. σπάρτος.

Greek (Liddell-Scott)

σπάρτη: ἡ, = σπάρτον, σχοινίον ἐκ σπάρτου (ἴδε σπαρτός, 0), Ἀριστοφ. Ὄρν. 815 (μετ’ ἀστείας παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως Σπάρτη), πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 9, καὶ αὐτόθι Meineke. II. ὡς τὸ στάθμη, τὸ σχοινίον δι’ οὗ ὁρίζεται ἡ κάθετος, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκίφρονα 2. 4, 15· πρβλ. σπάρτος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
corde tressée avec du genêt.
Étymologie: σπάρτος.

Spanish

cuerda

Greek Monolingual

η, ΜΑ
1. σχοινί από σπάρτο
2. το νήμα της στάθμης
αρχ.
είδος καλλωπιστικού φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σπάρτον, με αλλαγή γένους, κατά τα θηλ. Η λ. δεν απαντά συχνά και χρησιμοποιείται από τον Αριστοφάνη με λογοπαίγνιο προς τη Σπάρτη].