συνεισπλέω

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισπλέω Medium diacritics: συνεισπλέω Low diacritics: συνεισπλέω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΠΛΕΩ
Transliteration A: syneispléō Transliteration B: syneispleō Transliteration C: syneispleo Beta Code: suneisple/w

English (LSJ)

   A sail into together, εἰς λιμένα X.HG1.6.16: abs., Eun.VSp.485 B.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. πλέω), mit oder zugleich hineinschiffen, -fahren, εἰς λιμένα, Xen. Hell. 1, 6, 16.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισπλέω: εἰσπλέω ὁμοῦ, Καλλικρατίδας ξυνεισέπλευσεν εἰς τὸν λιμένα Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 16.

French (Bailly abrégé)

entrer ensemble ou en même temps dans un port.
Étymologie: σύν, εἰσπλέω.

Greek Monolingual

Α
εισπλέω μαζί με κάποιον ή συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπλέω «καταπλέω, μπαίνω σε λιμάνι»].

Greek Monolingual

Α
εισπλέω μαζί με κάποιον ή συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπλέω «καταπλέω, μπαίνω σε λιμάνι»].