συνδιάκτορος

From LSJ
Revision as of 12:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐάκτορος Medium diacritics: συνδιάκτορος Low diacritics: συνδιάκτορος Capitals: ΣΥΝΔΙΑΚΤΟΡΟΣ
Transliteration A: syndiáktoros Transliteration B: syndiaktoros Transliteration C: syndiaktoros Beta Code: sundia/ktoros

English (LSJ)

ὁ,

   A fellow-διάκτορος, of Hermes, Luc.Cont.1.

German (Pape)

[Seite 1007] ὁ, der mit überfährt, Luc. Cont. 1.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιάκτορος: ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς διάκτορος, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui conduit ou transporte avec un autre.
Étymologie: συνδιάγω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού όταν συνόδευε τον Χάρωνα κατά τη μεταφορά τών νεκρών στον Άδη) αυτός που είναι ψυχοπομπός μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διάκτορος «ψυχοπομπός, διάκονος, υπηρέτης»].

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού όταν συνόδευε τον Χάρωνα κατά τη μεταφορά τών νεκρών στον Άδη) αυτός που είναι ψυχοπομπός μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διάκτορος «ψυχοπομπός, διάκονος, υπηρέτης»].