συντανύω

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντᾰνύω Medium diacritics: συντανύω Low diacritics: συντανύω Capitals: ΣΥΝΤΑΝΥΩ
Transliteration A: syntanýō Transliteration B: syntanyō Transliteration C: syntanyo Beta Code: suntanu/w

English (LSJ)

   A = συντείνω, stretch together, πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ bringing together the strands of many matters in small compass, Pi.P.1.81.

Greek (Liddell-Scott)

συντᾰνύω: συντείνω, τανύω ὁμοῦ, πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ, περιλαβὼν τὰς ἐκβάσεις πολλῶν γεγονότων ἐντὸς μικρᾶς περιοχῆς, συντεμὼν εἰς ἓν καὶ συμπλέξας αὐτάς, Πινδ. Π. 1. 158.

French (Bailly abrégé)

c. συντείνω.
Étymologie: σύν, τανύω.

English (Slater)

συντᾰνῠω
   1 stretch, bring together πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ (P. 1.81)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) τεντώνω κάτι μαζί με άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τανύω «τείνω, τεντώνω»].