τἆρα

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

German (Pape)

[Seite 1069] att. zsgzgn statt τοι ἄρα, Andere schreiben τἄρα, wie Dind. Ar. Ran. 252.

Greek (Liddell-Scott)

τἆρα: ἢ τἄρα (ὡς ὁ Wolf), Ἀττ. κρᾶσις ἀντί τοι ἄρα.

French (Bailly abrégé)

crase att. p. τοι ἄρα.

Greek Monolingual

(I)
και ντάρα, η, Ν
1. η διαφορά μικτού και καθαρού βάρους, το απόβαρο
2. φρ. α) «παίρνω την τάρα» — ζυγίζω το απόβαρο
β) «βγάζω την τάρα» — αφαιρώ το απόβαρο για να βρω το καθαρό βάρος
γ) «μάς βγάλανε ντάρα»
μτφ. δεν μάς υπολόγισαν, δεν μάς συμπεριέλαβαν κάπου, μάς παρέλειψαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tara «απόβαρο» < αραβ. tarha < αραβ. țaraha «αφαιρώ, αποβάλλω»].———————— (II)
τἆρα ή τἄρα Α
(στους Αττ. συγγραφείς) κράση αντί τοι ἄρα.