τἆρα
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
German (Pape)
[Seite 1069] att. zsgzgn statt τοι ἄρα, Andere schreiben τἄρα, wie Dind. Ar. Ran. 252.
Greek (Liddell-Scott)
τἆρα: ἢ τἄρα (ὡς ὁ Wolf), Ἀττ. κρᾶσις ἀντί τοι ἄρα.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
(I)
και ντάρα, η, Ν
1. η διαφορά μικτού και καθαρού βάρους, το απόβαρο
2. φρ. α) «παίρνω την τάρα» — ζυγίζω το απόβαρο
β) «βγάζω την τάρα» — αφαιρώ το απόβαρο για να βρω το καθαρό βάρος
γ) «μάς βγάλανε ντάρα»
μτφ. δεν μάς υπολόγισαν, δεν μάς συμπεριέλαβαν κάπου, μάς παρέλειψαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tara «απόβαρο» < αραβ. tarha < αραβ. țaraha «αφαιρώ, αποβάλλω»].———————— (II)
τἆρα ή τἄρα Α
(στους Αττ. συγγραφείς) κράση αντί τοι ἄρα.