φιλεραστής

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλεραστής Medium diacritics: φιλεραστής Low diacritics: φιλεραστής Capitals: ΦΙΛΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: philerastḗs Transliteration B: philerastēs Transliteration C: filerastis Beta Code: filerasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fond of a lover, or fond of having lovers, Pl.Smp.192b, Arist.Rh.1371b24.

German (Pape)

[Seite 1276] ὁ, der gern liebt, der Verliebte, der Freund von Liebschaften; καὶ παιδεραστής Plat. Conv. 192 b.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
enclin à l’amour.
Étymologie: φίλος, ἐράω.

Greek Monolingual

ὁ, και ποιητ. τ. θηλ. φιλεράστρια, Α
αυτός που του αρέσει να έχει εραστές ή να είναι εραστήςπάντως μὲν οὖν ὁ τοιοῡτος παιδεραστής τε καὶ φιλεραστὴς γίγνεται», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐραστής.