χλοερός

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοερός Medium diacritics: χλοερός Low diacritics: χλοερός Capitals: ΧΛΟΕΡΟΣ
Transliteration A: chloerós Transliteration B: chloeros Transliteration C: chloeros Beta Code: xloero/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A verdant, ὄζος Hes.Sc.393; ·χλοεραῖς λείμακος ἡδοναῖς E.Ba. 866 (lyr.); χ. στάδια, ῥέεθρα, Id.Ion497 (lyr.), Ph.660(lyr.); χ. ὑλώδη πάγον S.Ichn.215; χ. μέλεα Theocr.27.67.

German (Pape)

[Seite 1359] poet. = χλωρός; Hes. Sc. 393; δεῖμα Eur. Suppl. 617; ῥόδεα πέταλα Her. 249; Bacch. 866; μέλεα Theocr. 27, 65; Thall. 4 (IX, 220).

Greek (Liddell-Scott)

χλοερός: χλοερότης, ἴδε ἐν λ. χλωρ-.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
c. χλωρός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χλοερός, -ά, -όν, ΝΜΑ
χλωρός, πράσινος (α. «χλοερό λιβάδι» β. «ἐκ τόπων χλοερῶν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(ιδίως για τόπο) καλυμμένος με χλόη
αρχ.
μτφ. ζωηρός, ακμαίος («ὣς οἳ μὲν χλοεροῑσιν ἰαινόμενοι μελέεσσιν ἀλλήλοις ψιθύριζον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].