τροπιδεῖον
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
τό,
A = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι to lay the keel, Pl.Lg.803a; v. l. τροπίδια, cf. Poll.1.85, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
τροπιδεῖον: τό, = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι, καταβάλλειν, τοποθετεῖν τὴν τρόπιν, Πλάτ. Νόμ. 803Α· κοινῶς φέρεται τροπίδια, ὅστις τύπος ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 97. - Κατὰ Φώτ.: «τροπίδια τὰ εἰς τρόπιν νεὼς εὐθετοῦντα ξύλα· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινος καὶ ἀρχῆς πράγματος· καὶ ὁ τόπος ἐφ’ οὗ τίθεται ἡ τρόπις.»
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. τρόπιδα, καρίνα
2. φρ. «τροπιδεῑα καταβάλλομαι» — τοποθετώ την τρόπιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, -ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα -εῖον (πρβλ. φορ-εῖον)].