διοίγνυμι

From LSJ
Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοίγνῡμι Medium diacritics: διοίγνυμι Low diacritics: διοίγνυμι Capitals: ΔΙΟΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: dioígnymi Transliteration B: dioignymi Transliteration C: dioignymi Beta Code: dioi/gnumi

English (LSJ)

   A open, τὰς γνάθους διοίγνυτε Ar.Ec.852: metaph., τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Ph.1.442:—Pass., Id.2.414:—also διοίγω, S.Aj.346, OT1287, 1295 (Pass.), Pl.Smp.222a (Pass.), etc.; ᾗ δ' ἂν διοίξῃς σφάγια (sc. τῇ μαχαίρᾳ) E.Supp.1205.

Greek (Liddell-Scott)

διοίγνυμι: μέλλ. -ξω, διανοίγω, τὰς γνάθους διοίγνυτε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 852· -ὡσαύτως, διοίγω, Σοφ. Αἴ. 346, Ο. Τ. 1287, 1295, Πλάτ., κλ.· ᾗ δ’ ἂν διοίξῃς σφάγια [ἐνν. τῇ μαχαίρᾳ] Εὐρ. Ἱκέτ. 1205. -Μέσ. διοίγνυσθαι Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 7, 8.

French (Bailly abrégé)

entrouvrir, ouvrir (une porte, la bouche, etc.).
Étymologie: διά, οἴγνυμι.

Spanish (DGE)

abrir διοιγνὺς τὸ στόμα de las aves al alimentar a las crías, Arist.HA 613a4, cf. Hsch.
fig. τὸ τῆς ψυχῆς διοίγνυσιν ὄμμα del conocimiento, Ph.1.442
en v. med. abrirse de las flores c. el sol, Thphr.HP 4.7.8, cf. tb. fig., Ph.2.414.

Greek Monolingual

διοίγνυμι και διοιγνύω και διοίγω (Α) οίγνυμι, οιγνύω, οίγω
1. ανοίγω κάτι και το κρατώ ανοιχτό
2. (-μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς.

Greek Monotonic

διοίγνυμι: μέλ. -ξω, διανοίγω, σε Αριστοφ.· επίσης διοίγω, σε Σοφ., Ευρ.