ἐπικαταψεύδομαι
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
A tell lies besides, Hdt.3.63, Th.8.74, D.H. 3.2. II. accuse falsely, J.AJ17.5.5. 2. ἐ. θηλύτητα τῆς ὄψεως give a false appearance of femininity, ib.19.1.5.
German (Pape)
[Seite 947] noch dazu lügen (zu Jemandes Nachtheil), Her. 3, 63 Thuc. 8, 74 D. Hal. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
nuire encore à qqn par des mensonges.
Étymologie: ἐπί, καταψεύδομαι.
Greek Monolingual
ἐπικαταψεύδομαι (Α) καταψεύδομαι
1. λέω κι άλλα ψέματα, ψεύδομαι επί πλέον
2. κατηγορώ ψευδώς
3. εμφανίζω πλαστά, ψεύτικα.
Greek Monotonic
ἐπικαταψεύδομαι: αποθ., ψεύδομαι πέρα για πέρα, ασύστολα, σε Ηρόδ., Θουκ.