μυωπία

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠωπία Medium diacritics: μυωπία Low diacritics: μυωπία Capitals: ΜΥΩΠΙΑ
Transliteration A: myōpía Transliteration B: myōpia Transliteration C: myopia Beta Code: muwpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = μυωξία, Arist.HA580b25, Ael.VH1.11.    II = μυωπίασις, Aët. 7.47 tit.

German (Pape)

[Seite 224] ἡ, 1) Kurzsichtigkeit, der Fehler des Gesichts, daß man nur das Nahe deutlich erkennen kann, Medic. – 2) = μυωνία; Arist. H. A. 6, 37; Ael. V. H. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

μυωπία: ἡ, = μυωνία, φωλεὰ μυῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 6. 37, 3, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 71.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
courte vue, myopie.
Étymologie: μυώψ.
2ας (ἡ) :
trou de souris ou de rat.
Étymologie: μῦς, ὀπή.

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ μυωπία) μύωψ (Ι)]
η ανικανότητα του ματιού να διακρίνει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά
νεοελλ.
μτφ. διανοητική καθυστέρηση, βραδύνοια.———————— (II)
μυωπία, ἡ (ΑΜ)
μυωξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός» + -ωπ-ία (< οπή, με τροπή του -ο- σε -ω- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].