ἐχθρία
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ἡ, late form of ἔχθρα, LXX Ge.26.21.
German (Pape)
[Seite 1125] ἡ, = ἔχθρα; θεοῖς ἐχθρία Dem. 22, 59 (v. l. ἔχθρα), wofür Ar. Vesp. 418 als ein Wort θεοισεχθρία geschrieben ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρία: ἡ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἔχθρα, Ἑβδ. (Γέν. ΚϚ΄, 21)· πρβλ. θεοσεχθρία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
haine contre, τινι.
Étymologie: ἐχθρός.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἐχθρία, Μ και ἐχριά και ὀχθριά και ὀχτριά) εχθρός
(μεταγ. τ. του έχθρα) έχθρα, μίσος.