προπλέω

From LSJ
Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπλέω Medium diacritics: προπλέω Low diacritics: προπλέω Capitals: ΠΡΟΠΛΕΩ
Transliteration A: propléō Transliteration B: propleō Transliteration C: propleo Beta Code: prople/w

English (LSJ)

   A sail before, Th.4.120; cf. προπλώω.

German (Pape)

[Seite 740] (s. πλέω), vorher- od. vorausschiffen, Thuc. 4, 120 u. Sp. S. auch προπλώω.

Greek (Liddell-Scott)

προπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω πρότερον, Θουκ. 4. 120· πρβλ. προπλώω.

French (Bailly abrégé)

naviguer devant.
Étymologie: πρό, πλέω.

Greek Monolingual

και ιων. τ. προπλώω Α
πλέω προηγουμένως ή πλέω μπροστά από κάποιον ή κάτι.

Greek Monotonic

προπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, πλέω από πριν, σε Θουκ.