ἀλαθής

From LSJ
Revision as of 12:10, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἀληθής.

English (Slater)

ᾰλᾱθής (-ής, -εῖ, -έα, -ῆ; -έσιν, -έας)
   1 true ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον (O. 1.28) αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ (O. 2.92) γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν (O. 6.89) ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ (O. 13.98) Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (P. 11.6) τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (Boeckh ex Hesych.: ἀγαθὰ σωτῆρας codd.: ὅτι κυκλίσμῷ πάντα ποιοῦσιν. Hesych.) fr. 30. 6. dub., Hesych., s. v. ἀλαθεῖς· οἱ μηδὲν ἐπιλανθανόμενοι ὡς Πίνδαρος. “fort. recte trahitur ad fr. 30. 6.” nott. Snell. fr. 331. frag. ]αι τὸ δἀλαθὲ[ς ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9.

Spanish (DGE)

(ἀλᾱθής) dór. v. ἀληθής.