φιλίων
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
[λῑ], ον,
A v. φίλος IV.
German (Pape)
[Seite 1278] ον, nur poet. comp. zu φίλος, Od. 19, 351. 24, 268.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλίων: [ῑ], -ον, ἴδε φίλος IV.
French (Bailly abrégé)
1gén. pl. de φίλιος.
2ων, ον :
v. φίλος.
Greek Monolingual
φίλιον, Α
(συγκριτ. βαθμός) πιο αγαπητός, πιο προσφιλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. -ίων συγκριτ. βαθμού. Για τον σχηματισμό βλ. και λ. φίλος].