ὀνείρειος
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
α, ον,
A of dreams, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν Od.4.809 ; ἐν πύλαις ὀνειρείαις Babr.30.8.
German (Pape)
[Seite 345] zum Traume gehörig, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, an den Thoren der Träume, Od. 4, 809.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les songes.
Étymologie: ὄνειρος.
English (Autenrieth)
ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, at the gates of dreams, Od. 4.809†.
Greek Monolingual
ὀνείρειος, -εία, -ον (Α) όνειρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.
Greek Monotonic
ὀνείρειος: -α, -ον (ὄνειρος), ονειρικός, αυτός που ανήκει στη σφαίρα του ονείρου, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσι, στις πύλες των ονείρων, σε βαθύ ύπνο, σε Ομήρ. Οδ.