εὔμουσος

From LSJ
Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμουσος Medium diacritics: εὔμουσος Low diacritics: εύμουσος Capitals: ΕΥΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: eúmousos Transliteration B: eumousos Transliteration C: eymousos Beta Code: eu)/mousos

English (LSJ)

ον,

   A skilled in the arts, esp. in poetry, music, and dancing, Man.4.60, 5.269; but usu.,    2 musical, melodious, μολπά E.IT145 (lyr.); τιμαί Ar.Th.112 (lyr.); παιδιά Luc. Am.53; χεύματα AP9.661 (Jul.). Adv. -σως gracefully, Corn.ND 14, Plu.2.1119d.

German (Pape)

[Seite 1081] in den Musenkünsten gebildet, mit Schönheitsgefühl u. Kunstsinn begabt, u. von Sachen, anmuthig, μολπή Eur. I. T 145; τιμαί, die von den Musen ertheilten, Ar. Th. 112; Sp., wie Luc. amor. 53. – Adv. εὐμούσως, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμουσος: -ον, ἔμπειρος ἐν ταῖς τέχναις, ἰδίως ἐν τῇ ποιήσει, μουσικῇ καὶ ὀρχήσει, ἀντίθετον τῷ ἄμουσος: ἐντεῦθεν, μελῳδικός, μολπὴ Εὐρ. Ι. Τ. 145· τιμαὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 112· παιδιὰ Λουκ. Ἔρωτ. 53· χεύματα Ἀντ. Π. 9. 66. - Ἐπίρρ. -σως, ἐπιχαρίτως, Πλούτ. 2. 1119D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 habile dans la pratique des arts, des lettres, etc.
2 harmonieux.
Étymologie: εὖ, μοῦσα.

Greek Monotonic

εὔμουσος: -ον (μοῦσα), έμπειρος στις τέχνες, ιδίως, στην ποίηση και στη μουσική· απ' όπου, μουσικός, ρυθμικός, μελωδικός, σε Ευρ., Ανθ.