ἀσίδηρος

From LSJ
Revision as of 18:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσίδηρος Medium diacritics: ἀσίδηρος Low diacritics: ασίδηρος Capitals: ΑΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: asídēros Transliteration B: asidēros Transliteration C: asidiros Beta Code: a)si/dhros

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A not of iron, μοχλοί E.Ba.1104; not made by iron, αὖλαξ AP9.299 (Phil.).    II without sword, χείρ E.Ba.736; μάχη sham fight, Onos.10.4; βίος Max.Tyr.36.1.

German (Pape)

[Seite 370] ohne Eisen, ohne Schwert, χείρ Carphylld. 1 (IX, 12); Eur. Bacch. 735; μοχλοί 1102.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσίδηρος: [ῐ], -ον, ὁ οὐχὶ ἐκ σιδήρου, μοχλοὶ Εὐρ. Βάκχ. 1104· ὁ μὴ σχηματιζόμενος διὰ τοῦ σιδήρου, δηλ. τοῦ ἀρότρου, αὔλακα τὰν ἀσίδαρον ἐν ὕδασιν ἕλκομεν ἄμφω Ἀνθ. Π. 9. 299. ΙΙ. ὁ ἄνευ ξίφους, χειρὸς ἀσιδήρου μετὰ Εὐρ. Βάκχ. 736.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non en fer;
2 non travaillé par le fer;
3 sans fer, sans glaive.
Étymologie: ἀ, σίδηρος.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
1 que no tiene o utiliza el hierro, sin hierro de armas μοχλοί E.Ba.1104, δοράτια Luc.Bacch.1
carente de armas, desarmado χείρ E.Ba.736, ἀ. μάχη combate simulado Onas.10.4, de pers. Plu.Crass.31, Luc.Scyth.3, Nonn.D.13.480, 17.25
carente de aperos o instrumentos βίος ἀ. vida de ocio ref. a la edad de oro, Max.Tyr.36.1, χείρ AP 9.52 (Carph.), ref. a una curación milagrosa ἰητήρ Nonn.Par.Eu.Io.12.40, ἀ. εἱρκτή cárcel sin cadenas LXX Sap.17.15.
2 que no ha sido hecho con el hierro αὖλαξ ἀ. surco no trazado por el arado, AP 9.299 (Phil.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσίδηρος, -ον)
αυτός που δεν περιέχει σίδηρο
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι κατασκευασμένος με σίδηρο ή από σίδερο
2. εκείνος που δεν κρατά (σιδερένιο) σπαθί, ο άοπλος.

Greek Monotonic

ἀσίδηρος: [ῐ], -ον,
I. αυτός που δεν προέρχεται από σίδηρο, σε Ευρ.· αυτός που δεν είναι κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Ανθ.
II. αυτός που δεν έχει ξίφος, άοπλος, σε Ευρ.