σαργός

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαργός Medium diacritics: σαργός Low diacritics: σαργός Capitals: ΣΑΡΓΟΣ
Transliteration A: sargós Transliteration B: sargos Transliteration C: sargos Beta Code: sargo/s

English (LSJ)

(on the accent, v. Hdn.Gr.1.139), ὁ, a sea-fish, the

   A sargue, Sargus Rondeletii, Epich.55, Philyll.13, Diocl.Fr.135, Arist.HA 543a7, b15, 570a32, 591b19.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
κοινή, σήμερα, ονομασία του περκόμορφου ψαριού Diplodus sargus της οικογένειας σπαρίδες, συγγενικού με τον σπάρο, που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες
αρχ.
το θαλάσσιο ψάρι κεστρεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. μεσογειακής προέλευσης].