διακύπτω

From LSJ
Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακύπτω Medium diacritics: διακύπτω Low diacritics: διακύπτω Capitals: ΔΙΑΚΥΠΤΩ
Transliteration A: diakýptō Transliteration B: diakyptō Transliteration C: diakypto Beta Code: diaku/ptw

English (LSJ)

   A stoop and creep through a narrow place, Hdt.3.145, Ar. Ec.930.    2 stoop so as to peep in, Id.Pax78; διὰ τῆς κεραμίδος Diph.84, cf. Men.Epit.463.    3 look out, διὰ τῆς θυρίδος LXX 4 Ki. 9.30, cf. PMagd.24.4 (iii B.C.), Luc.Asin.45.

German (Pape)

[Seite 585] sich durch eine Oeffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.

Greek (Liddell-Scott)

διακύπτω: μέλλ. -ψω, κύπτω καὶ διέρχομαι διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) κύπτω ὥστε να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. πρός τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66.

French (Bailly abrégé)

1 se pencher à travers une ouverture pour regarder;
2 se pencher comme pour regarder à travers.
Étymologie: διά, κύπτω.

Spanish (DGE)

1 asomarse c. διά y gen. διὰ τῆς γοργύρης Hdt.3.145, διὰ τῆς ὀπαίας κεραμίδος Diph.85, διὰ τῆς θυρίδος LXX Id.5.28, Luc.Asin.45, cf. LXX 4Re.9.31, Clem.Al.Paed.1.5.22, Hld.7.15.2, c. dat. τῇ θυρίδι Ph.1.355, c. otros giros prep. πρὸς ταῖς θύραις Men.Epit.536, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων LXX Ps.13.2, ἀπ' αἰθέρος Ph.2.299, c. adv. διακύψας εἴσω Luc.Asin.47
abs. asomar la cabeza τί διακύπτεις Ar.Ec.930, διακύψας ὄψομαι Ar.Pax 78, cf. LXX Ez.41.16, Ph.1.383, Hld.7.15.3, τῆς γοῦν προρρηθείσης ἡμέρας ὅσον διακυψάσης μόνον cuando el dia anunciado apenas acababa de asomarse Anon.Mirac.Thecl.35.39.
2 de textos escudriñar φιλεπιστημόνως δ. εἰς ἕκαστον Ph.2.300, τὸ φιλομαθὲς ζητητικὸν ... πανταχόσε διακῦπτον Ph.1.470.
3 mirar, fijarse (ἡ φιλανθρωπία) δ. πρὸς τοὺς πένητας παρασκευάζει τὸν πλοῦτον (la bondad) mueve al rico a ocuparse de los pobres Thdt.Ep.Sirm.34.

Greek Monolingual

διακύπτω (Α) κύπτω
1. περνώ σκύβοντας
2. σκύβω για να δω.

Greek Monotonic

διακύπτω: μέλ. -ψω,
1. σκύβω και σέρνομαι μέσα από ένα στενό μέρος, σε Ηρόδ.
2. σκύβω για να κρυφοκοιτάξω, σε Αριστοφ., Ξεν.