ὑπότροχος
From LSJ
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
English (LSJ)
ον,
A on wheels, μηχανήματα Ph. Bel.85.39; πορεῖα Plb.8.34.11; σχεδία Ath.Mech.9.15, cf. D.S.20.48,91, Onos.42.3; δίφρος (for babies) Sor.1.114.
German (Pape)
[Seite 1237] worunter Räder sind, auf Rädern beweglich, πορεῖα, Pol. 8, 36, 11; D. Sic. 20, 48. 91.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότροχος: -ον, ὁ ἔχων τροχοὺς ὑποκάτω, κινούμενος ἐπὶ τροχῶν, πορείων ὑποτρόχων κατασκευασθέντων Πολύβ. 8. 36, 11, πρβλ. Διόδ. 20. 48, 91.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για οχήματα ή άλλες κατασκευές) αυτός που έχει τροχούς αποκάτω, τροχοφόρος (α. «μηχάνημα ὑπότροχον», Σχόλ. Αριστοφ.
β. «ὑπότροχα πορεῑα», Πολ.
γ. «ὑπότροχος δίφρος» — παιδικό καροτσάκι, Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τροχός (πρβλ. πρό-τροχος)].