περιψυγμός

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιψυγμός Medium diacritics: περιψυγμός Low diacritics: περιψυγμός Capitals: ΠΕΡΙΨΥΓΜΟΣ
Transliteration A: peripsygmós Transliteration B: peripsygmos Transliteration C: peripsygmos Beta Code: periyugmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A cold, chill, Pl.Ax.366d ; excessive cold, as a cause of injury, Cat.Cod.Astr.8(4).188 (pl.).

German (Pape)

[Seite 601] ὁ, = περίψυξις, Ggstz θάλπ ος, Plat. Ax. 366 d.

Greek (Liddell-Scott)

περιψυγμός: ὁ, = περίψυξις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D.

Greek Monolingual

ὁ, Α περιψύχω
1. η περίψυξη, η αίσθηση της δροσιάς ή του ψύχους σε ολόκληρη την επιφάνεια
2. το υπερβολικό ψύχος που προκαλεί βλάβες.