συντελέθω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A = συντελέω 111, belong to, Pi.P.9.57.
Greek (Liddell-Scott)
συντελέθω: συντελέω ΙΙΙ, συντελέθειν ἔννομον, «συντελεῖν ἐννόμως αὐτῇ» (Σχόλ.). Πινδ. Π. 9. 100.
French (Bailly abrégé)
être uni à, τινι.
Étymologie: σύν, τελέθω.
English (Slater)
συντελέθω
1 belong to, be counted as “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” i. e. to be her lawful possession (P. 9.57)
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. συντελώ.