χαυνόπρωκτος

From LSJ
Revision as of 02:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαυνόπρωκτος Medium diacritics: χαυνόπρωκτος Low diacritics: χαυνόπρωκτος Capitals: ΧΑΥΝΟΠΡΩΚΤΟΣ
Transliteration A: chaunóprōktos Transliteration B: chaunoprōktos Transliteration C: chavnoproktos Beta Code: xauno/prwktos

English (LSJ)

ον,

   A wide-breeched, ib.104.

German (Pape)

[Seite 1341] mit schlaffem, weitem Hintern, durch unnatürliche Wollust erschlafft, Ar. Ach. 106.

Greek (Liddell-Scott)

χαυνόπρωκτος: -ον, ὁ χαυνωθεὶς τὸν πρωκτόν, κίναιδος, ἔκλυτος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 104.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. εὐρύπρωκτος.
Étymologie: χαῦνος, πρωκτός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κωμική λ.) κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + πρωκτός (πρβλ. δασύ-πρωκτος, εὐρύ-πρωκτος)].

Greek Monotonic

χαυνόπρωκτος: -ον, κίναιδος, έκλυτος, σε Αριστοφ.