σαρκοφαγέω
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
A eat flesh, be carnivorous, Arist.HA628b33, PA662b1, al. II c. acc., eat the flesh of, ἀνθρώπους D.S.1.89; σ. τὰς ζῴων σάρκας Id.5.39; σ. μέλη eat the flesh of my limbs, AP5.150 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 863] Fleisch fressen, Arist. H. A. 8, 2; μέλη, zerreißen, verwunden, Mel. 93 (V, 151), von der Mücke.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοφᾰγέω: ἐσθίω σάρκας, εἶμαι σαρκοφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 42, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 14, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐσθίω τὰς σάρκας τινός, ἀνθρώπους Διόδ. 1. 89· σ. τὰς ζῴων σάρκας ὁ αὐτ. 5. 39· σ. μέλη, σπαράττω εἰς τεμάχια, κατακόπτω, Ἀνθ. Π. 5. 151.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
manger de la chair, être carnivore.
Étymologie: σαρκοφάγος.