προκατακρίνω
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
[ῑ],
A form a prejudgement of, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα Plu.2.112d; reject in comparison with, f.l. in AP12.207 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 728] wider Einen urtheilen, von Jem. etwas Böses denken, erwarten, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα, Plut. Consol. ad Apollon. p. 344.
Greek (Liddell-Scott)
προκατακρίνω: [ῑ], κατακρίνω ἐκ τῶν προτέρων, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα Πλούτ. 2. 112C.
French (Bailly abrégé)
condamner d’avance, porter d’avance un jugement défavorable sur ou contre, acc..
Étymologie: πρό, κατακρίνω.
Par. προκαταγιγνώσκω.
Greek Monolingual
Α κατακρίνω
1. κατηγορώ, κατακρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων, από πρόληψη ως κακό
2. κατακρίνω κάτι σε σύγκριση με κάτι άλλο.