λαγοθήρας
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
ου, ὁ,
A hare-hunter, in voc. -θηρᾰ or -θῆρᾰ AP9.337 (Leon.). II a kind of eagle, Hsch.
German (Pape)
[Seite 3] ὁ, Hasenjäger, Leon. Tar. 17 (IX, 337) im voc. λαγόθηρα.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λαγωούς, Ἀνθ. Π. 9. 337, ἐν τῇ κλητ. -θηρᾰ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chasseur de lièvres.
Étymologie: λαγός, θηράω.
Greek Monolingual
λαγοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά τους λαγούς, λαγοκυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -θήρας (< θήρα), πρβλ. λογο-θήρας, χρυσο-θήρας].
Greek Monotonic
λᾰγοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που θηρεύει λαγούς, λαγοκυνηγός, σε Ανθ.