εὔπλωτος

From LSJ
Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλωτος Medium diacritics: εὔπλωτος Low diacritics: εύπλωτος Capitals: ΕΥΠΛΩΤΟΣ
Transliteration A: eúplōtos Transliteration B: euplōtos Transliteration C: eyplotos Beta Code: eu)/plwtos

English (LSJ)

ον,

   A favourable to sailing, κῦμα AP10.25 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1089] gut zu beschissen, κῦμα, Antp. Th. 18 IX, 251.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλωτος: -ον, εὐνοϊκὸς πρὸς πλοῦν, κῦμα Ἀνθ. Π. 10. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre à une bonne navigation.
Étymologie: εὖ, πλέω.

Greek Monolingual

εὔπλωτος, -ον (Α)
ευνοϊκός για τον πλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλωτός < πλώω «επιπλέω»].

Greek Monotonic

εὔπλωτος: -ον, ευνοϊκός, αίσιος, λέγεται για θαλασσινό ταξίδι, σε Ανθ.