ἀμφινεύω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A nod this way and that, AP9.709 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
hocher la tête de ci de là.
Étymologie: ἀμφί, νεύω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ἀμφινένευκεν AP 9.709 (Phil.)]
discurrir por uno y otro ladodel Eurotas πᾶσι γὰρ ἐν κώλοις ὑδατούμενος ἀμφινένευκεν AP 9.709 (Phil.).
Greek Monotonic
ἀμφινεύω: μέλ. -σω, κάνω νεύμα με αυτό τον τρόπο ή τον άλλο, σε Ανθ.