τείχισμα

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τείχισμα Medium diacritics: τείχισμα Low diacritics: τείχισμα Capitals: ΤΕΙΧΙΣΜΑ
Transliteration A: teíchisma Transliteration B: teichisma Transliteration C: teichisma Beta Code: tei/xisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wall or fort, E. HF1096 codd. (τυκ- is prob. cj.), Th.4.8,115, etc.; Τυρσηνῶν τ. Πελασγικόν, of the wall of Athens, Call. in Διηγήσεις iv 1 (cf. Sch.).

German (Pape)

[Seite 1081] τό, die erbau'te, aufgerichtete Mauer, übh. das Befestigungswerk; Eur. Herc. Fur. 96, Thuc. 4, 8. 115.

Greek (Liddell-Scott)

τείχισμα: τό, τεῖχοςφρούριον, ὀχύρωμα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1096, Θουκ. 4. 8, 115, κλπ., πρβλ. ἀπο-, δια-, περι-τείχισμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ouvrage de défense, fortification.
Étymologie: τειχίζω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ τειχίζω
τείχος, οχύρωμα.

Greek Monotonic

τείχισμα: -ατος, τό (τειχίζω), τείχος ή φρούριο, οχύρωμα, σε Ευρ., Θουκ.