κάλλυσμα

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλυσμα Medium diacritics: κάλλυσμα Low diacritics: κάλλυσμα Capitals: ΚΑΛΛΥΣΜΑ
Transliteration A: kállysma Transliteration B: kallysma Transliteration C: kallysma Beta Code: ka/llusma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sweeping, in pl., IG12(5).593A22 (Ceos), prob. in Thphr.Char.10.6, cf. Hsch. s.v. σάρματα.

German (Pape)

[Seite 1312] τό, das Ausgefegte, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλυσμα: τό, σάρωμα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σάρματα· μηδὲ τὰ καλύσματα φέρειν ἐπὶ τὰ σήματα Inscr. Gr. Ant. ἔκδ. Η. Roehl 1882.

Greek Monolingual

κάλλυσμα, τὸ (Α) καλλύνω
αυτό που αποβάλλεται μετά τον καθαρισμό, το σκουπίδι.