γυναικοκρατέομαι
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
Pass.,
A to be ruled by women, Arist.Pol.1269b24, D.S.2.45, Plu.2.755c.
German (Pape)
[Seite 510] von Weibern beherrscht werden, Arist. Pol. 2, 9; Pallad. 13 (X, 55).
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικοκρᾰτέομαι: παθ., κυβερνῶμαι ὑπὸ τ ῶν γυναικῶν, Ἀριστ. Πολ. 2.9,7.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
seul. part. prés.
être gouverné par les femmes.
Étymologie: γυνή, κρατέω.
Spanish (DGE)
(γῠναικοκρᾰτέομαι)
estar bajo dominio femenino, recibir órdenes de la mujer ἀναγκαῖον ... τιμᾶσθαι τὸν πλοῦτον, ἄλλως τε κἂν τύχωσι γυναικοκρατούμενοι Arist.Pol.1269b24, ἔθνους κρατοῦντος γυναικοκρατουμένου del pueblo de las Amazonas, D.S.2.45, ἐγυναικοκρατοῦντο οἱ Ἀτρεῖδαι D.Chr.61.10, ἡ γὰρ φύσις παρανομεῖται γυναικοκρατουμένη Plu.2.755c, cf. D.C.60.2.4, AP 10.55 (Pall.), Vit.Aesop.G 29, Sch.E.Or.742
•οἱ Γυναικοκρατούμενοι los ginecocratúmenos o gobernados por mujeres pueblo saurómata que se relacionó con las amazonas, Scymn.885, cf. Peripl.M.Eux.46.