σύμπλεκτος

From LSJ
Revision as of 09:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλεκτος Medium diacritics: σύμπλεκτος Low diacritics: σύμπλεκτος Capitals: ΣΥΜΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmplektos Transliteration B: symplektos Transliteration C: symplektos Beta Code: su/mplektos

English (LSJ)

ον,

   A plaited, LXXEx.36.31 (39.23); twined together, ἔρνεσι AP4.1.18 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 988] zusammengeflochten, Mel. 1, 18 (IV, 1).

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλεκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.

Greek Monolingual

-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

σύμπλεκτος: сплетенный вместе (τινι Anth.).