κυρκανάω
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
A mix: metaph., plot, κ. ὄλεθρόν τινι Ar.Th.429, cf. 852: in literal sense, Hp.Mul.1.57 (Pass.), cf. EM543.53.
German (Pape)
[Seite 1537] nach Hesych. = κυκάω, ταράσσω; Hippocr.; Ar. Thesm. 429 δοκεῖ ὄλεθρόν τιν' ἡμᾶς κυρκανᾶν, einrühren. Vgl. κυκανάω.
Greek (Liddell-Scott)
κυρκᾰνάω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ κυκανάω, ὑποκινῶ, παρασκευάζω, κ. ὄλεθρόν τινι Ἀριστοφ. Θεσμ. 429· Παθ., Ἱππ. 610. 38· ― πρβλ. Ἐτυμ. Μέγ. 543. 53., 1213. 49.
Russian (Dvoretsky)
κυρκᾰνάω: устраивать, готовить (ὄλεθρόν τινι Arph.).