θυοσκόος
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
ου, ὁ,
A sacrificing priest, Od.21.145, 22.318,321, E.Rh.68; μάντιες θ. distd. from ἱερῆες, Il.24.221: fem., Μαινάδες θ. E.Ba.224: neut., θ. ἱρά sacrificial implements, IG14.1389i2. 2 pl.,= Lat. haruspices, D.H.1.30. (θύος, σ-κοϝ-, cf. κοέω, caveo: the initial σ- is found in OE. scéawian, OHG. scauwôn 'look at'.)
German (Pape)
[Seite 1226] ὁ (κέω = καίω; nach den Alten von κοέω = νοέω), Opferpriester; ll. 24, 221 neben μάντεις u. ἱερεῖς, Schol. οἱ διὰ τῶν ἐπιθυμιωμένων μαντευόμενοι, ἐμπυροσκόποι, Priester, die Rauchwerk opfern u. daraus prophezeihen; Od. 21, 145. 22, 318; Eur. Rhes. 68; D. Hal. 1, 80, der den Namen Τοῦσκοι damit erklärt,
Greek (Liddell-Scott)
θυοσκόος: -ου, ὁ, (ἴδε κοέω) θύτης, Ὀδ. Φ. 145, Χ. 318, 321, Εὐρ. Ρήσ. 68· διακρινόμενος ῥητῶς ἀπὸ τοῦ μάντις καὶ ἱερεύς, Ἰλ. Ω. 221· Μαινάδες θ., αἱ θεόπνευστοι, Elmsl. ἐν Εὐρ. Βάκχ. 224· θ. ἱρά, ἐργαλεῖα θυτικά, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51, 2,
French (Bailly abrégé)
όος, όον;
subst. (ὁ, ἡ)
prêtre ou prêtresse chargé du soin des sacrifices.
Étymologie: θύος, κοέω observer ; sel. d’autres, κέω p. καίω.
English (Autenrieth)
prophet, drawing omens from the smoke of burnt-offerings, Il. 24.221, Od. 21.145.
Greek Monolingual
θυοσκόος, -ον (Α)
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυοσκόος
α) ο ιερέας που τελεί τη θυσία, ο θύτης
β) στον πληθ. οἱ θυοσκόοι
οι ιεροσκόποι, οι θυοσκόποι
2. φρ. α) «Μαινάδες θυοσκόοι» — οι θεόπνευστες Μαινάδες
β) «θυοσκόα ἱρά» — θυτικά εργαλεία, σκεύη θυσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -σκόος < -σκόF-ος, που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα (s)kow- της ΙΕ ρίζας (s)kew- «στρέφω την προσοχή μου, παρατηρώ» (βλ. και λ. ακούω και κοώ)].
Greek Monotonic
θυοσκόος: -ου, ὁ (κέω=καίω), ο ιερέας που προσφέρει θυσίες, σε Όμηρ., Ευρ.