δημοκόλαξ

From LSJ
Revision as of 18:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοκόλαξ Medium diacritics: δημοκόλαξ Low diacritics: δημοκόλαξ Capitals: ΔΗΜΟΚΟΛΑΞ
Transliteration A: dēmokólax Transliteration B: dēmokolax Transliteration C: dimokolaks Beta Code: dhmoko/lac

English (LSJ)

ακος, ὁ,

   A mob-flatterer, D.H.6.60, Luc.Dem.Enc.31.

German (Pape)

[Seite 563] ακος, ὁ, Volksschmeichler, Dion. Hal. 6, 60; Luc. Dem. enc. 31.

Greek (Liddell-Scott)

δημοκόλαξ: ὁ, ὁ τὸν δῆμον κολακεύων, Διον.Ἁλ. 6.60, Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ.31.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
flatteur du peuple.
Étymologie: δῆμος, κόλαξ.

Spanish (DGE)

-ακος, ὁ
adulador del pueblo πᾶς τύραννος ἐκ δημοκόλακος φύεται D.H.6.60, cf. Luc.Dem.Enc.31, de César, D.C.Epit.Xiph.10.7, de los sofistas, op. πολιτικός Mich.in EN 616.13.

Greek Monotonic

δημοκόλαξ: ὁ, κόλακας του δήμου, αυτός που κολακεύει τη λαϊκή μάζα, τον όχλο, σε Λουκ.